- σιδηραγωγός
- σῐδηρ-ᾰγωγός, όν,A attracting iron, of the magnet, S.E.M.1.226.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιδηραγωγός — όν, Α (για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθ αγωγός] … Dictionary of Greek
σιδηραγωγόν — σιδηραγωγός attracting iron masc/fem acc sg σιδηραγωγός attracting iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηραγωγώ — έω, Α [σιδηραγωγός] έλκω τον σίδηρο, έχω μαγνητικές ιδιότητες … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek